χνούδι

χνούδι
το, Ν
1. ανατ. το πρωτογενές τρίχωμα τού εμβρύου, αποτελούμενο, από λεπτές, άχρωμες τρίχες, οι οποίες εμφανίζονται τον τέταρτο εμβρυϊκό μήνα και διατηρούνται στα βρέφη έως τον έκτο μήνα τής ζωής
2. το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς μερικών φυτών, καθώς και το σώμα ορισμένων ζώων, κυρίως εντόμων
3. οι πολύ λεπτές τρίχες που εμφανίζονται στο πρόσωπο τών εφήβων, αλλά και σε όλο το σώμα νεαρών κυρίως ατόμων
4. το πτίλωμα τών νεοσσών
5. οι κοντές τρίχες από μαλλί ή βαμβάκι που προεξέχουν στην επιφάνεια υφάσματος, το πέλος
6. οι ίνες που βγαίνουν και προεξέχουν, σχηματίζοντας μικρά συσσωματώματα, στην επιφάνεια πλεκτών, κυρίως, ενδυμάτων είτε λόγω τής πολυκαιρίας είτε λόγω τής κακής ποιότητάς τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χνοῦς μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *χνούδι-ον (πρβλ. φλούδι: φλοῦς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χνούδι — το 1. πολύ λεπτό τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών. 2. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στους εφήβους. 3. οι μικρές τρίχες από μαλλί ή βαμβάκι που εξέχουν στην επιφάνεια υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… …   Dictionary of Greek

  • κυδωνιά — (Cydonia). Γένος καρποφόρων δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα) και κοινή ονομασία του μοναδικού είδους του, Cydonia oblonga, το οποίο ήταν παλαιότερα γνωστό και με τις ονομασίες Pyrus cydonia και Cydonia vulgaris. Πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • χνουδίζω — Ν [χνούδι] 1. αφαιρώ το χνούδι, ξεχνουδιάζω 2. έχω χνούδι ή φαίνομαι χνουδωτός, χνουδιάζω …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • άχνοος — ἄχνοος, ον και ἄχνους, ουν (AM) ο χωρίς χνούδι, αυτός του οποίου τα γένεια δεν έχουν ακόμη φυτρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χνους (ασυναίρετο χνόος) «χνούδι»] …   Dictionary of Greek

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • επίχνους — ἐπίχνους, ὁ (A) 1. φρ. «ὄμματα ἐπίχνουν ἔχοντα» μάτια που βλέπουν θαμπά, σαν να τά εμποδίζει κάποιο χνούδι 2. χνουδωτό πολύτιμο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + χνους* «χνούδι»] …   Dictionary of Greek

  • κροκύδα — η (AM κροκύς, ύδος) το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα αρχ. φρ. 1. «κροκεὺς ἑδρική» υπόθετο 2. «κροκύδας ἀφαιρεῑν» το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”